- πικραμυγδαλόλαδο
- το, Νβλ. πικραμυγδαλέλαιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πικραμυγδαλόλαδο — το λάδι από πικραμύγδαλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πικραμυγδαλέλαιο — και πικραμυγδαλόλαδο, το, Ν αιθέριο έλαιο τού καρπού τής πικραμυγδαλιάς, που χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία και στη σαπωνοποιία, αφού αφαιρεθεί το υδροκυάνιο που περιέχει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικραμύγδαλο + έλαιο / λάδι] … Dictionary of Greek